léchage - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

léchage - translation to ρωσικά


léchage         
{m}
- обтекание
léchage         
обтекание
léchage         
{m}
1) лизание; облизывание
2) {перен.} вылизывание, тщательная отделка
3) { ав. }, { мор. } обтекание

Βικιπαίδεια

Léchage
Le léchage est l'action de passer la langue sur une surface, afin de déposer de la salive sur cette surface, de collecter un liquide sur la langue afin de l'ingérer, ou pour procurer un plaisir. De nombreux animaux boivent et se nettoient par léchage.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για léchage
1. Ce dernier se transmet essentiellement par morsure, griffure ou simple léchage.
2. Elle ne se transmet pas seulement par morsure, mais aussi, par simple griffure ou léchage dune peau écorchée.
3. Les réactions ont prouvé que d';s le plus jeune âge "l‘enfant avait une sensibilité aux odeurs au moins aussi fine que celle de l‘adulte". Si l‘odeur de l‘acide butyrique (beurre rance) a unanimement déclenché des grimaces et moues de dégo$';t, la vanille a tout aussi universellement provoqué "mouvements de succion, de léchage et détente des muscles faciaux", souligne le chercheur.